Κραυγή, Edvard Munch
Αν ένα παιδί μεγαλώσει μέσα στη φτώχεια, το γεγονός αυτό μπορεί να διαμορφώσει σε σημαντικό βαθμό τη νευροβιολογία του, επηρεάζοντας καθοριστικά τη συμπεριφορά του, την υγεία του και την πορεία του αργότερα στη ζωή ως ενήλικος, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Βρετανικής Κολομβίας στο Βανκούβερ, υπό τον Τόμας Μπόις, όπως ανέφεραν στη σχετική παρουσίαση στο συνέδριο της Αμερικανικής Ένωσης για την Προώθηση της Επιστήμης, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, διαπίστωσαν ότι υπάρχει μια “βιολογία της δυστυχίας” στους ενήλικους εκείνους που έζησαν φτωχικά παιδικά χρόνια, ιδίως πριν την ηλικία των πέντε ετών.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, η πρώιμη παιδική ηλικία αποτελεί “κρίσιμη περίοδο για τη διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής του εγκεφάλου, η οποία, με τη σειρά της, καθορίζει την μελλοντική νοητική, κοινωνική και συναισθηματική ευημερία των παιδιών”. Όπως διαπιστώθηκε, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα μειονεκτικό κοινωνικο-οικονομικό περιβάλλον, έχουν αργότερα δυσανάλογη επίπεδα ευαισθησίας στο στρες, κάτι που φαίνεται τόσο από το επίπεδο των ορμονών τους, όσο και από τις νευροαπεικονιστικές μελέτες του εγκεφάλου τους.
Νευροεπιστήμονες βρήκαν πως παιδιά που μεγαλώνουν σε πολύ φτωχές οικογένειες με χαμηλή θέση στην κοινωνία, παράγουν σε βλαβερά επίπεδα τις τοξικές εκείνες στρεσογόνες ορμόνες, κάτι που υπονομεύει τη νευρολογική τους κατάσταση. Με δεδομένο αυτό, υποστηρίζουν ότι στο συγκεκριμένο πεδίο η επίπτωση της φτώχειας είναι χειρότερη ακόμα και από τον υποσιτισμό ή την έκθεση σε βλαβερές περιβαλλοντικές τοξίνες. Οι έρευνες μάλιστα αυτές δεν έγιναν σε ένα αλλά σε πολλά πανεπιστήμια των ΗΠΑ ταυτόχρονα, και οι νευροεπιστήμονες υπογραμμίζουν ότι η «μεγάλη επιβάρυνση» καταγράφεται στα παιδιά ηλικίας από έξι μηνών έως και τριών ετών.
«Οι σοβαρότερες επιπτώσεις εντοπίζονται στην ανάπτυξη της γλώσσας και της μνήμης», δήλωσε η Μάρθα Φάρεϊ, διευθύντρια του Κέντρου Γνωσιακών Νευροεπιστημών του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
Οι ερευνητές μελέτησαν πάνω από 1.500 άτομα, γεννημένα μεταξύ 1968 και 1975, σε σχέση με το οικογενειακό εισόδημά τους όταν ήσαν παιδιά, το μετέπειτα μορφωτικό τους επίπεδο, τα κατοπινά κοινωνικά επιτεύγματά τους και την καριέρα τους, την υγεία τους, τις τάσεις εγκληματικότητας κλπ. Διαπίστωσαν “εντυπωσιακές διαφορές” στην τροπή που πήραν οι ζωές των παιδιών όταν ενηλικιώθηκαν, ανάλογα με το αν είχαν ζήσει φτωχικά ή άνετα μέχρι την ηλικία των έξι ετών.
Τα φτωχά παιδιά έκαναν τουλάχιστον δύο λιγότερα χρόνια εκπαίδευσης, εργάζονταν 451 ώρες λιγότερες μέσα στον χρόνο και έβγαζαν ως ενήλικοι λιγότερα από τα μισά σε σχέση με τους συνομηλίκους τους που ως παιδιά δεν είχαν γνωρίσει οικονομικά προβλήματα. Είχαν επίσης υπερδιπλάσια πιθανότητα να εμφανίσουν κάποιο πρόβλημα υγείας, είχαν σαφώς μεγαλύτερο άγχος και ακόμα είχαν, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερο βάρος. Τέλος, είχαν διπλάσια πιθανότητα να συλληφθούν για κάποιο αδίκημα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, “οι οικονομικές συνθήκες στην πρώιμη παιδική ηλικία έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την κατοπινή επιτυχία στην αγορά εργασίας”. Όπως είπαν, η ενίσχυση του εισοδήματος των οικογενειών που έχουν παιδιά κάτω των πέντε ετών, μπορεί να επιδράσει θετικά, εκτός άλλων παραγόντων, στη νευροβιολογία και τελικά στη μελλοντική ευημερία των παιδιών αυτών.
Ο καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ Τζακ Στόνκοφ δήλωσε ότι η νέα μελέτη παρέχει “μια θαυμάσια ευκαιρία να μάθουμε περισσότερα για τη βιολογία της κακοτυχίας, πράγμα που θα μας βοηθήσει να αναπτύξουμε νέες ιδέες και να κάνουμε νέες παρεμβάσεις για να μετριάσουμε τις συνέπειες της δυστυχίας”.
«Ολα τα μετέπειτα κοινωνικά προβλήματα στη ζωή ενός ανθρώπου έχουν βάση σε εκείνα τα πρώτα χρόνια», υποστήριξε με τη σειρά του ο Τζον Σόνκοφ, διευθυντής του Κέντρου Παιδικής Ανάπτυξης του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ. «Οι πολιτικοί θα πρέπει να τα λάβουν πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τους αυτά. Οσο πιο γρήγορα επέμβεις για να ανασχέσεις τα αποτελέσματα της φτώχειας, τόσο καλύτερα αποτελέσματα έχεις αφού, καθώς το παιδί μεγαλώνει, ο εγκέφαλος αρχίζει να χάνει την πλαστικότητά του» συμπληρώνει ο ίδιος. Επισήμανε ακόμα ότι, σύμφωνα με όλες τις μετρήσεις, τα παιδιά των κατώτερων τάξεων υποφέρουν από υψηλότερα επίπεδα ορμονών στρες σε σύγκριση με τα παιδιά της μεσαίας ή της ανώτερης και βεβαίως της ανώτατης τάξης.Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι αφενός δεν πραγματοποιούνται αρκετές συνάψεις μεταξύ των εγκεφαλικών νευρικών κυττάρων ενώ επηρεάζεται ακόμα και η κυκλοφορία του αίματος, στοιχείο απαραίτητο για τη σωστή του λειτουργία. «Κυριολεκτικά η φτώχεια παρεμποδίζει την αρχιτεκτονική του εγκεφάλου», καταλήγει.
ΕΚΘΕΣΗ UNICEF: ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΦΤΩΧΕΙΑ
Το δυσβάστακτο εξωτερικό χρέος των Λιγότερο Ανεπτυγμένων Χωρών συμβάλει αποφασιστικά στην αναχαίτιση της προόδου που κάνουν ως προς την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των παιδιών.Από τις 41 υπερχρεωμένες φτωχές χώρες του κόσμου οι 30 είναι στην κατηγορία των Λ.Αν.Χ. Αυτές οι χώρες συνήθως δαπανούν σημαντικά λιγότερο στις βασικές κοινωνικές υπηρεσίες από όσο για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Οι περισσότερες Λ.Αν.Χ. είναι απίθανο να πετύχουν το σύνολο των στόχων που τέθηκαν για τη διεθνή ανάπτυξη μέχρι το 2015 χωρίς επιπλέον χρηματοδότηση και επιπλέον για τις χώρες αυτές η επένδυση στα παιδιά είναι ιδιαίτερης βαρύτητας για 5 βασικούς λόγους:
- Το 2000, το 49% του πληθυσμού τους ήταν κάτω των 18 ετών και ο ετήσιος ρυθμός αύξησης πληθυσμού είναι σχεδόν διπλάσιος από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Οι Λ.Αν.Χ. αντιπροσωπεύουν το 1/10 του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά είναι υπεύθυνες για το 1/5 του ετήσιου αριθμού γεννήσεων παγκοσμίως - υπολογίζεται ότι 24 εκατομμύρια βρέφη γεννιούνται κάθε χρόνο, τα περισσότερα σε φτωχές οικογένειες. ’ρα η αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας είναι η αφετηρία για την αντιμετώπιση της φτώχειας γενικότερα.
- Η φροντίδα στην πρώιμη παιδική ηλικία προσφέρει μια κρίσιμη ευκαιρία για την διανοητική, φυσική και συναισθηματική ανάπτυξη των ανθρώπων. Οι επιπτώσεις από την απώλεια αυτής της μοναδικής ευκαιρίας είναι μη αντιστρέψιμες.
- Το παιδιά που μεγαλώνουν στη φτώχεια, χωρίς προνόμια, καλή υγεία, μόρφωση, ευκαιρίες, θα μεγαλώσουν και τα ίδια φτωχά παιδιά, διαιωνίζοντας τη φτώχεια και στις επόμενες γενιές.
- Τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα στη φτώχεια και πληρώνουν δυσανάλογο τίμημα για το ότι γεννήθηκαν φτωχά. Επίσης εξαρτώνται αποκλειστικά από τους μεγάλους για να φροντίσουν για το μέλλον τους. Ένας αξιόπιστος δείκτης της ανάπτυξης μιας χώρας είναι το πώς αντιμετωπίζει τα πιο ανίσχυρα μέλη της. ’ρα αποτελεί ηθική επιταγή για κάθε κράτος να μειώσει το βάρος που επωμίζονται τα παιδιά.
- Ένας πέμπτος και ουσιαστικής σημασίας λόγος, είναι ότι η επένδυση στα παιδιά δεν είναι απλώς μια επιλογή. Η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού, επικυρωμένη από 191 χώρες, υποχρεώνει τις χώρες να εξασφαλίσουν στα παιδιά τα δικαιώματα που καθορίζει. Σ' αυτά συμπεριλαμβάνεται το δικαίωμα στην καλή υγεία, τη διατροφή, την εκπαίδευση και ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης.
Περίπου το 14% των εθνικών προϋπολογισμών των Λ.Αν.Χ. πηγαίνουν στις αμυντικές δαπάνες και 20-30% στην εξυπηρέτηση του χρέους. Σε αντίθεση οι δαπάνες για την υγεία και την εκπαίδευση είναι 5% και 13% αντίστοιχα.
Το χάσμα της ανισότητας στο εισόδημα μεταξύ των χωρών διευρύνθηκε μεταξύ του 1990 και του 1999. Τα δύο τρίτα των Λ.Αν.Χ. ή υστερούν σε σύγκριση με τις άλλες αναπτυσσόμενες χώρες ή παρουσιάζουν μια απόλυτη επιδείνωση στο επίπεδο του μέσου εισοδήματος. Αυτό επιβαρύνει την μειονεκτική θέση των Λ.Αν.Χ. των οποίων το τρέχον κατά κεφαλή μέσο εισόδημα είναι μόνο το 1/5 του μέσου όρου για όλες τις αναπτυσσόμενες χώρες (261 έναντι 1344 δολαρίων το 1999).
Οι πιο πολλοί αναλυτές συμφωνούν πως οι ανισότητες στο εισόδημα οξύνουν τη φτώχεια. Μια ταχεία οικονομική ανάπτυξη, ακόμα και σε συνδυασμό με αύξηση των κοινωνικών δαπανών, μπορεί να μην σταθεί αρκετό να καταπολεμηθεί η φτώχεια σε χώρες με μεγάλες ανισότητες. Τέτοιες χώρες μπορεί να χρειάζονται το διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από ότι άλλες με μικρές ανισότητες για να μειώσουν τη φτώχεια στο μισό μέχρι το 2015.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες δαπανούν κατά μέσο όρο 12%-14% του προϋπολογισμού τους σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες και κατά την ίδια στιγμή το αντίστοιχο μερίδιο της Επίσημης Αναπτυξιακής Βοήθειας μετά βίας φθάνει το 11%. Ένας από τους κύριους λόγους για αυτή την ελλιπή επένδυση στα παιδιά είναι το εξουθενωτικό βάρος του εξωτερικού χρέους.
Μέχρι το 1998 οι Λ.Αν.Χ. χρωστούσαν 150,4 δισεκατομμύρια δολάρια σε εξωτερικό χρέος - ποσό που χονδρικά ισοδυναμεί με το συνολικό τους ετήσιο ΑΕΠ. Αυτό το ποσό είναι άνισα κατανεμημένο με 6 χώρες μονάχα να χρωστούν το μισό από αυτό: Αγκόλα, Μπαγκλαντές, Ζαίρ, Αιθιοπία, Μοζαμβίκη και Σουδάν.
Η εξυπηρέτηση του χρέους έχει ιδιαίτερα βαριές επιπτώσεις στις φτωχές χώρες. Στο Τσαντ, το Μάλι, τη Μοζαμβίκη και το Νίγηρα για παράδειγμα, άνω του 20% των κρατικών εσόδων πηγαίνει στις υποχρεώσεις αυτές. Το Μαλάουι, η Τανζανία και η Ζάμπια διαθέτουν αντίστοιχα πάνω από το 30%. Ακόμα και η εξωτερική βοήθεια δεν γλιτώνει από τις απαιτήσεις του εξωτερικού χρέους. Στα μέσα του '90 υπολογίζεται ότι το 40% της εξωτερικής βοήθειας χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή του διεθνούς εξωτερικού χρέους.
(*)Η Κραυγή (Νορβηγικά: Skrik, 1893 και 1910) είναι μία σειρά από εξπρεσιονιστικούς ζωγραφικούς πίνακες του Νορβηγού Έντβαρτ Μουνκ (Edvard Munch), που απεικονίζει μια αγωνιούσα μορφή με φόντο ουρανό σε χρώμα κόκκινο του αίματος. Θεωρείται από μερικούς πως συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου. Το τοπίο στο υπόβαθρο είναι το Οσλοφγιόρντ, όπως αυτό φαίνεται από το λόφο του Έκεμπεργκ (Ekeberg), στο Όσλο (τότε Κριστιάνια) της Νορβηγίας.