Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

Μελαγχολία κι οδύνη

Η εικόνα “http://siteimages.guggenheim.org/gpc_work_midsize_181.jpg” δεν μπορεί να προβληθεί επειδή περιέχει σφάλματα.
James Turrell
Night Passage, 1987



ΟΛΑ ΤΑ ΒΡΑΔΙΑ

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη

την αγάπη μου σου διηγούμαι

στραγγαλίζω ένα λουλούδι

η φωτιά αργοσβήνει

χωνεμένη από θλίψη.

Μες στον καθρέφτη που η σκιά μου αποκοιμιέται

κατοικούνε πεταλούδες.

Όλα τα βράδια σαν είμαι μόνη

μελετώ το μέλλον στων ετοιμοθάνατων

τα μάτια

την ανάσα μου ανακατώνω με της

κουκουβάγιας το αίμα

και με τους τρελούς μαζί η καρδιά μου

πιλαλάει κρεσέντο.

Joyce Mansour
μετάφραση: Έκτωρ Κακναβάτος

«Εκείνο που δεσπόζει στην ποίησή της είναι η δίχως μεταπτώσεις αναφορά της στο χαοτικό διάστημα ανάμεσα Έρωτα και Θανάτου… που εκδηλώνεται όχι σπάνια σε τόνους ντελίριου. Φτάνει στο σημείο να ωθήσει τον έρωτα σ’ επίθεση, ρίχνοντάς τον πάνω στα τείχη του θανάτου, να τα παραβιάσει, να εισβάλλει στην ενδοχώρα του. Ο οραματισμός της, γι’ αυτό δεν ορρωδεί μπροστά στο μακάβριο: ωθεί την ερωτική αναζήτηση, την ερωτική έλξη και επαφή να συνεχίζεται ανάμεσα στους ενταφιασμένους, εκεί, μέσα στον τάφο, ενώ η σήψη προχωρεί ραγδαία, και όχι ανάμεσα στις ψυχές τους που διέφυγαν σε κάποια ουράνια ενδιαιτήματα που θέλει μια άλλη μεταφυσική εξαλλοσύνη, στους αντίποδες της δικής της. Θέλει τον έρωτα να διαπερνά το θάνατο πέρα για πέρα διότι βλέπει το θάνατο ακατανίκητο δόκανο να πολιορκεί τον έρωτα σαν να’ ναι το περίγραμμά του. Τον έρωτα διαπερατό από τον θάνατο. Τον θάνατο διαμπερή από τον έρωτα. Τον έρωτα εντεταγμένο στους κώδικες της μορφογένεσης. Τον θάνατο φάση της ανακύκλωσης των μορφών. Και είναι γι’ αυτό η ποιήτρια πληγωμένη, είναι μελαγχολική, είναι πικρή, είναι αηδιασμένη, είναι δραματική, είναι χλευαστική, είναι αναστατωμένη, είναι επαναστατική… Και είναι ασύστολη. Ο λόγος της ενδίδει στην ασέλγεια, στη σεξουαλική φρενίτιδα που διακλαδίζεται στον κανιβαλισμό, στη λαγνεία, στο λεσβιασμό, στο βίτσιο, στο μακάβριο, στη διαστροφή, σ’ όλες τις παρενέργειες του ερωτικού παροξυσμού, επιστρατεύοντας και την αναισχυντία, προκειμένου να διασαλπίσει πως είναι απαράδεκτος ο θάνατος».
Έκτωρ Κακναβάτος
Κραυγές. Σπαράγματα. ΄Ορνια
Άγρα, 1994