Edgar Degas,
Φάνηκε η παλιά εξέδρα,
ξύλο στο μάτι της θάλασσας.
Ομίχλη με γλάρους στ’ ανοιχτά
λαδοφάναρα στην παραλία
στους βράχους νεκροί πιλότοι θα μαζεύουν τις πυξίδες τους,
κομμάτια από σπασμένα τιμόνια, διαλυμένα όργανα
- οσμή καμένου χόρτου.
Μαντεύω το πρόσωπό μου
θα ξεκολλήσει σε λίγο απ’ το βυθό
θ’ ανέβει γεμάτο φύκια, αφρούς από χρυσάφι
με χείλη σκισμένα να σε βρει
λέξεις που έγιναν κοράλλια τρυπάνε τα μάγουλα
το μέτωπο έχει παντού ξεφλουδίσει
θα το διαβάσεις όμως σωστά μέσα στο πρωινό φως
φαίνονται καθαρά τα χρόνια, οι σημασίες
οι πληγές από τις Άρπυιες
κόκκινες σημαδούρες υποταγμένα γυάλινα κύματα
το πέλαγος μια υποψία ευλογίας
το σώμα ξέρει πώς να επιζεί μέσα στις θύελλες
να κερδίζεται ξανά μέσα στη φύση
θέλει πίσω τα όνειρά του
ό,τι του στέρησαν δύσκολοι καιροί.
Μαντεύω το πρόσωπό μου
ανεβαίνει γεμάτο αστέρια του βυθού
να σφραγίσει το δικό σου.
Ποίημα γενεθλίων