ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΟΤΑΜΙ
στην απόλυτη σιωπή ακόμα
ακούω το σώμα σου.
Και κάτω από του φεγγαριού το αράγιστο σελάγισμα
και στ’ άγρια ουρλιαχτά μιας καταιγίδας
εγώ αφουγκράζομαι το τρίξιμο της σάρκας.
Μέσα από τα κρυφά της ρίγη
μαθαίνω τα μυστικά σου.
Τα μυστικά του κόσμου που μου τα εμπιστεύεσαι.
Σαν το νεράκι που κυλάει ανάμεσα
στα χόρτα και τις πέτρες.
Ημερεύοντας τ’ αγρίμια του δάσους
που κατεβαίνουν να ξεδιψάσουν.
Φαντασμαγορικά νερά πετάγονται απ’ τα χείλη σου.
Άσπρα λιοντάρια και γαλάζιοι πάνθηρες
παίζουν στα όνειρα σου.
Και τα φιλιά σου
ένα απέραντο λιβάδι με παπαρούνες στο λιόγερμα.
Ένα ποτάμι είσαι τελικά.
Που κατεβαίνει απ’ τα βουνά.
Χαρίζοντας δροσιά και βλάστηση
στους αναμμένους κάμπους.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
Και μόνο να σε κοιτάζω.
Κι ας είναι τα μάτια μου
δυο λυπημένα πουλιά.
Κι ας χάνεται η φωνή μου
πίσω από ένα φοβισμένο χαμόγελο.
Έστω και μόνο να μ’ αξιώνεις μ’ ένα σου βλέμμα
μου φτάνει.
Μεταμορφώνομαι.
Γίνομαι αέρας να σ’ αγκαλιάζω.
Γίνομαι χάδι και ψίθυρος.
Κι αν δεν πετάω μακριά σου, αν δεν χάνομαι
είναι γιατί δεν μπορώ να φύγω από κοντά σου.
Είμαι βαθιά ριζωμένος στον Έρωτα μας.
Γίνομαι δέντρο, γεμίζω από κλώνους και φύλλα
ανθίζω σε άσπρα και κόκκινα άνθη
στολίζομαι μόνο για να σ’ αρέσω
και σαν να είμαι γεμάτος αηδόνια
σου τραγουδώ.
Σού μιλώ σε μιαν άλλη, άγνωστη γλώσσα
σου στέλνω απ’ τους αστερισμούς του ονείρου, μηνύματα.
Σ’ αγγίζω σαν χνούδι•
σαν τρυφερή αύρα, σαν από κάποιο υπερκόσμιο φως.
Εγώ ο δειλός, ο σκοτεινός, ο αμήχανος
σου γράφω παθιασμένα ποιήματα.