Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2009

Από το στήθος σαν μοναξιά.


Σιωπή είναι ένας πόνος που αρχίζει
Από το στήθος σαν μοναξιά.

Το μεσημέρι κιτρινίζει
Ρημάζει το δέρμα μου
Μπαίνει στο μυαλό.
Σκόνη σηκώνεται, τα τζάμια στάζουν
Η προσπάθεια αιμορραγεί.

Στηρίξου πάνω μου - είπα στον καθρέφτη.
Θα σε κρατήσω. 

Αλέξανδρος Ίσαρης
Το ποίημα της Πλυτώς
Οι Τριστάνοι,  Νεφέλη 1992
http://www.greece2001.gr/writers/photos/small/ISARIS2.jpg

 Ο Αλέξανδρος Ίσαρης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1941. Σπούδασε αρχιτεκτονική στα Πολυτεχενεία του Γκρατς και της Θεσσαλονίκης. Από το 1962 ως το 1978 έζησε στη Θεσσαλονίκη. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς δοκίμια, πεζά, ποιήματα και μεταφράσεις σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά. Επί οκτώ χρόνια ήταν υπεύθυνος της ελληνικής σύνταξης του περιοδικού "Ausblicke". Για την πρώτη του ποιητική συλλογή "Όμιλος Φίλων Θαλάσσης - Ο ισορροπιστής", του απονεμήθηκε το βραβείο Μαρίας Ράλλη (1977). Το 1982 έκανε μια σειρά εκπομπών στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΤ. Το 1985 πήρε μέρος στην εβδομάδα ελληνικής ποίησης στο Άμστερνταμ και στο Χρόνινγκεν. Το 1986 εκπροσώπησε την Ελλάδα στο θεατρικό φεστιβάλ του Μύλχάιμ της Γερμανίας. Το 1990 επισκέφθηκε σημαντικά πολιτιστικά κέντρα της Γερμανίας, ύστερα από πρόσκληση του Ινστιτούτου Γκαίτε. Τα έτη 1990, 1992, 1994 και 1999 έμεινε για ένα διάστημα στη Βιέννη, ως προσκεκλημένος της Αυστριακής Λογοτεχνικής Εταιρείας. Το 1997 έγινε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Τόμας Μπέρνχαρντ. Το 1997 του απονεμήθηκε το κρατικό βραβείο μετάφρασης για το "Μπετόν" του Τόμας Μπέρνχαρντ. Είναι επίσης πολύ γνωστός ζωγράφος και γραφίστας. Έχει παρουσιάσει ζωγραφική του σε οκτώ ατομικές και σε δώδεκα ομαδικές εκθέσεις. Από το 1978 ζει στην Αθήνα.
http://www.cineek.gr/spaw/images/lib1/prosklhsh.jpg

 …Σίγουρα η λογοτεχνία δεν καθησυχάζει τη συνείδηση, ούτε προσφέρει σωτηρία και φάρμακα για την ψυχή. Δεν χωρεί, ωστόσο, αμφιβολία ότι μπορεί να δώσει αναγνωρίσιμη μορφή στις ενδότερες αναζητήσεις μας, οξύνοντας το πνεύμα και δυναμώνοντας τη φωνή τους. Και αυτή είναι η περίπτωση των "Τριστάνων": ένα διακριτικό, εν μέρει έρρυθμο και εν μέρει πεζολογικό δοκίμιο όχι για το τι θα όφειλε να κάνει ή να μην κάνει η ποίηση, αλλά για το που καταλήγουν, θέλοντας και μη, οι θιασώτες της. Ο ίλιγγος του κενού, η καθίζηση της καθημερινής ζωής και η εικόνα του τεράστιου Τίποτε, που περιβάλλει με τον ίδιο τρόπο τα σημαντικά και τα ασήμαντα, μεταβάλλονται σε σύντομες, δραματικές ή ειρωνικές παραφράσεις μιας τέχνης, η οποία το μόνο που ξέρει και επιθυμεί είναι να λατρεύει την ομορφιά του πόνου μέσω της αυτογνωσίας και της εσωτερικής της μνήμης 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου
Εφημ. "Ελευθεροτυπία", 5-5-1993.

http://www.biblionet.gr/images/covers/b19909.jpg