Alfred Georges Regne
Ερμηνεία
Καθόντουσαν στο πάρκο. Φύσηξε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα αέρα. Πέσανε από ψηλά γλιστρώντας δυο τρία μικρά λευκά φτερά.
Είπε εκείνος:
"Θα'ναι από τις δεκοχτούρες".
Εκείνη, που καθόταν δίπλα του, χαμογέλασε,
"Όχι", είπε, "μάλλον μόλις πέρασε ένας άγγελος".
Εισήγηση
Είπε και με κοίταξε με νόημα: "Το τραγικό σήμερα δεν βρίσκεται στη θεοδικία, όπως στην αρχαία τραγωδία, αλλά στη σιωπή, στην απόλυτη σιωπή. Τότε που δεν υπάρχει καμιά απάντηση".
Απόδραση
Είχα παρατηρήσει πως όλες οι αποδράσεις γίνονταν ανοίγοντας λαγούμια στη γη.
Τώρα έβλεπα πως γλίτωνα μόνον αν έσκαβα τον ουρανό. Εκείνον τον ουρανό,
που έλεγε κι ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης.
Αναζήτηση
Την αναζητούσε δέκα χρόνια. Τέλος την αναγνώρισε ένα βράδυ, όταν εκείνη, με μια άφταστη χάρη, λύγισε τα γόνατα για να σηκώσει ένα βιβλίο
Πρόδρομος Μάρκογλου
Κείμενα μακράς πνοής
Κείμενα μακράς πνοής
Κέδρος 2009
Ο Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου γεννήθηκε το 1935 στην Καβάλα. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Καππαδοκία και τον Πόντο. Το 1944 χτυπήθηκε από γερμανική χειροβομβίδα και έχασε το αριστερό του χέρι. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών Αθηνών. Εργάζεται σε διάφορες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Από το 1971 ζει στη Θεσσαλονίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στην Καβάλα, το 1962, με την ποιητική συλλογή "Έγκλειστοι". Ακολούθησαν οι ποιητικές συλλογές "Χωροστάθμηση", Καβάλα, 1965, "Τα κύματα και οι φωνές", Θεσσαλονίκη, 1971, "Το δόντι της πέτρας", Θεσσαλονίκη, 1975, "Συνοπτική διαδικασία", Θεσσαλονίκη, 1980, "Έσχατη υπόσχεση (1958-1978)", εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1984, "Πάροδος Μοναστηρίου", εκδ. Στιγμή, Αθήνα, 1989, "Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν", εκδ. Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη, 1993, "Έσχατη υπόσχεση (1958-1992)", εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1996, "Ονείρων κοινοκτημοσύνη", εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2002, και τα πεζά "Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη", εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1980, "Σταθερή απώλεια", διηγήματα, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1992, "Σπαράγματα", νουβέλα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1997, "Διέφυγε το μοιραίον", διηγήματα, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2003, "Καταδολίευση", μυθιστόρημα, εκδ. Κέδρος, 2006. Εργασίες του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες, περιοδικά και ανθολογίες. Επίσης έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, ιταλικά, πολωνικά, ρουμανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος το 1998, για το βιβλίο του "Σπαράγματα".Επεισόδιο
Το σπίτι ήταν ανάμεσα στο καρβουνάδικο και στη γωνιά της στενής γέφυρας πάνω από το χείμαρο που κατεβαίνει από τους βορεινούς λόφους της πόλης. Σπίτι ξύλινο, σε καλή κατάσταση, δίπατο, από τον καιρό της Τουρκίας. Σφαλισμένα τα παντζούρια. Ενα πεύκο πίσω από το σπίτι και ένα λιγνό πλατάνι, που έβγαινε μέσα από το ρέμα, ρίχναν τον ίσκιο τους πάνω στα κεραμίδια καθώς το φεγγάρι, σχεδόν γεμάτο, φώτιζε απέναντι από το σπίτι, στην άλλη όχθη, καπναποθήκες.
Ένα παλιό Μερσεντές ήρθε από τον δρόμο του Αγίου Παύλου. Κατέβηκαν τρεις. Στάθηκαν για λίγο στη γωνιά απέναντι από το σπίτι, μετά ο ένας πήγε και στάθηκε στη γωνιά του καρβουνάδικου κι ύστερα από νόημα των άλλων πέρασε από ένα διπλανό τοίχο και πήγε πίσω από το σπίτι. Το σπίτι κατάκλειστο φάνταζε έρημο. Ο άλλος έφτασε στη γέφυρα, στάθηκε στη γωνιά της καπναποθήκης πάνω από το ρέμα. Αυτός που έμεινε κοίταζε επίμονα το σπίτι, από το δρόμο που πάει για τον Προφήτη Ηλία πέρασαν άνθρωποι, αυτός γύρισε την πλάτη του κι έκανε πως κάτι ψάχνει στο αυτοκίνητο. Ο άλλος του έκανε νόημα πως ο πρώτος είχε τη θέση του πίσω από το σπίτι. Τότε με αργά βήματα προχώρησε, στο χέρι κρατούσε περίστροφο. Το φεγγάρι στον ουρανό λιωμένος ασβέστης. Χτύπησε το επιθύριο χεράκι της πόρτας και έκανε λίγο πίσω, καμμιά κίνηση μέσα στο σπίτι, χτύπησε με κλωτσιά αυτή τη φορά την πόρτα, ψυχή, απομακρύνθηκε λίγο και ξαναχτύπησε πάλι με κλωτσιά πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η πόρτα ήταν έτοιμη να γκρεμίσει, όταν φάνηκε στο βάθος, από το παράθυρο της πόρτας, ένα αμυδρό φως, αλλά την ίδια στιγμή αυτός που στέκονταν στη γωνιά του καπνομάγαζου φώναξε "πήδηξε στο ρέμα". Κάποιος από ένα μικρό χαμηλό παράθυρο του σπιτιού πήδηξε με ορμή στα νερά και τα σκουπίδια. Αμέσως αυτός που φώναξε πιάστηκε από τα σιδερένια κάγκελα της γέφυρας κι άρχισε να κατεβαίνει στο ρέμα. Ο κυνηγημένος ήδη έτρεχε γρήγορα πατώντας σε μέρη που θα 'πρεπε να γνώριζε καλά. Ο άλλος που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνώντας ένα τοιχάκι, μπήκε στο ρέμα. Αυτός που χτυπούσε θέλοντας να παραβιάσει την πόρτα μόλις άκουσε πως κάποιος πήδηξε στο ρέμα, έτρεξε στην άλλη πλευρά της γέφυρας, προσπαθούσε να δει τι γίνεται, φωνάζοντας "σταματήστε τον". Στο άσπρο φως φαίνονταν καθαρά ο άνθρωπος που έτρεχε μέσ' στο ρέμα, "γαμημένε θα πεθάνεις" φώναξε και πυροβόλησε από τη γέφυρα. Ο κυνηγημένος εξακολουθούσε να τρέχει. Κάτω από τη γέφυρα φάνηκαν τώρα οι δικοί του, αυτός από τη γέφυρα πέρασε στο διπλανό δρομάκι, μέσα από κάτι ροδιές, τρέχοντας να τον προλάβει σε μια άλλη γέφυρα λίγο πιο κάτω, δίπλα στον παλιό καμένο κινηματογράφο ΠΑΤΕ. Ο κυνηγημένος έτρεχε με δύναμη, πίσω του άκουγε τους άλλους και έναν ακόμη πυροβολισμό, έπρεπε κάπου να χωθεί, έτρεχε κι έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, τα πόδια του γυμνά δε θα τον βοηθούσαν για πολύ ακόμη, μέσα σε σκουπίδια και χαλίκια και ντενεκέδες, όμως δεν είχε πολλές επιλογές, ή θ' ανέβαινε έξω από το ρέμα από κάτι πέτρινα σκαλοπάτια στον κήπο της ταβέρνας του Ανθήλαου, στη γέφυρα απέναντι από τον ΠΑΤΕ ή παρά κάτω, αλλά μακριά, κοντά στα μπορτέλα. Του έμενε η πρώτη έξοδος. Ο άλλος, που έκοψε δρόμο μέσ' από τις ροδιές, έφτασε στη γέφυρα την ώρα που αυτός βρίσκονταν ήδη στην κορυφή της σκάλας, μακριά έρχονταν τρέχοντας μέσα στο ρέμα οι άλλοι, πυροβόλησε, αυτός που ήταν στη σκάλα χάθηκε πίσω από κάτι δέντρα του κήπου. Ο άλλος που πυροβόλησε έτρεξε στην ταβέρνα, μπήκε μέσα και πέρασε στην πίσω πλευρά, άνοιξε την τζαμωτή πόρτα του βάθους και βγήκε στον κήπο. Ο ταβερνιάρης και κανα - δυό πελάτες πάγωσαν με την παρουσία του Χίτη. Τον βρήκε πεσμένο στη μέση της μικρής αυλής. Την αυλή την κλείναν δυο τοίχοι από καπναποθήκες και το ρέμα με τις ροδιές. Πλησίασε, άκουσε ένα μουγκρητό, με δύναμη τούδωσε μια κλωτσιά στο κεφάλι, ο πεσμένος φορούσε παλιό μπαλωμένο πουκάμισο, χακί παντελόνι που τόχε δεμένο στη μέση του με σχοινί κι ήταν ξυπόλητος. Τα χέρια του, οι παλάμες, σαν πλατανόφυλλα. Στο πεζούλι από την πλευρά της σκάλας φάνηκαν τα κεφάλια των άλλων που βγαίναν από το ρέμα, λαχανιασμένοι, τους έριξε μια ματιά και άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες στο κεφάλι του πεσμένου.
Έκανε ένα-δυό, βήματα πίσω, σήκωσε το δεξί του πόδι και σκούπισε το παπούτσι του στην γάμπα του αριστερού του ποδιού. Έκανε νόημα να τον πάρουν. Γύρισε και βγήκε έξω.
Δημοσιευμένο στο περιοδικό ΑΝΤΙ 98/1978Ένα παλιό Μερσεντές ήρθε από τον δρόμο του Αγίου Παύλου. Κατέβηκαν τρεις. Στάθηκαν για λίγο στη γωνιά απέναντι από το σπίτι, μετά ο ένας πήγε και στάθηκε στη γωνιά του καρβουνάδικου κι ύστερα από νόημα των άλλων πέρασε από ένα διπλανό τοίχο και πήγε πίσω από το σπίτι. Το σπίτι κατάκλειστο φάνταζε έρημο. Ο άλλος έφτασε στη γέφυρα, στάθηκε στη γωνιά της καπναποθήκης πάνω από το ρέμα. Αυτός που έμεινε κοίταζε επίμονα το σπίτι, από το δρόμο που πάει για τον Προφήτη Ηλία πέρασαν άνθρωποι, αυτός γύρισε την πλάτη του κι έκανε πως κάτι ψάχνει στο αυτοκίνητο. Ο άλλος του έκανε νόημα πως ο πρώτος είχε τη θέση του πίσω από το σπίτι. Τότε με αργά βήματα προχώρησε, στο χέρι κρατούσε περίστροφο. Το φεγγάρι στον ουρανό λιωμένος ασβέστης. Χτύπησε το επιθύριο χεράκι της πόρτας και έκανε λίγο πίσω, καμμιά κίνηση μέσα στο σπίτι, χτύπησε με κλωτσιά αυτή τη φορά την πόρτα, ψυχή, απομακρύνθηκε λίγο και ξαναχτύπησε πάλι με κλωτσιά πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η πόρτα ήταν έτοιμη να γκρεμίσει, όταν φάνηκε στο βάθος, από το παράθυρο της πόρτας, ένα αμυδρό φως, αλλά την ίδια στιγμή αυτός που στέκονταν στη γωνιά του καπνομάγαζου φώναξε "πήδηξε στο ρέμα". Κάποιος από ένα μικρό χαμηλό παράθυρο του σπιτιού πήδηξε με ορμή στα νερά και τα σκουπίδια. Αμέσως αυτός που φώναξε πιάστηκε από τα σιδερένια κάγκελα της γέφυρας κι άρχισε να κατεβαίνει στο ρέμα. Ο κυνηγημένος ήδη έτρεχε γρήγορα πατώντας σε μέρη που θα 'πρεπε να γνώριζε καλά. Ο άλλος που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, περνώντας ένα τοιχάκι, μπήκε στο ρέμα. Αυτός που χτυπούσε θέλοντας να παραβιάσει την πόρτα μόλις άκουσε πως κάποιος πήδηξε στο ρέμα, έτρεξε στην άλλη πλευρά της γέφυρας, προσπαθούσε να δει τι γίνεται, φωνάζοντας "σταματήστε τον". Στο άσπρο φως φαίνονταν καθαρά ο άνθρωπος που έτρεχε μέσ' στο ρέμα, "γαμημένε θα πεθάνεις" φώναξε και πυροβόλησε από τη γέφυρα. Ο κυνηγημένος εξακολουθούσε να τρέχει. Κάτω από τη γέφυρα φάνηκαν τώρα οι δικοί του, αυτός από τη γέφυρα πέρασε στο διπλανό δρομάκι, μέσα από κάτι ροδιές, τρέχοντας να τον προλάβει σε μια άλλη γέφυρα λίγο πιο κάτω, δίπλα στον παλιό καμένο κινηματογράφο ΠΑΤΕ. Ο κυνηγημένος έτρεχε με δύναμη, πίσω του άκουγε τους άλλους και έναν ακόμη πυροβολισμό, έπρεπε κάπου να χωθεί, έτρεχε κι έπρεπε να πάρει μιαν απόφαση, τα πόδια του γυμνά δε θα τον βοηθούσαν για πολύ ακόμη, μέσα σε σκουπίδια και χαλίκια και ντενεκέδες, όμως δεν είχε πολλές επιλογές, ή θ' ανέβαινε έξω από το ρέμα από κάτι πέτρινα σκαλοπάτια στον κήπο της ταβέρνας του Ανθήλαου, στη γέφυρα απέναντι από τον ΠΑΤΕ ή παρά κάτω, αλλά μακριά, κοντά στα μπορτέλα. Του έμενε η πρώτη έξοδος. Ο άλλος, που έκοψε δρόμο μέσ' από τις ροδιές, έφτασε στη γέφυρα την ώρα που αυτός βρίσκονταν ήδη στην κορυφή της σκάλας, μακριά έρχονταν τρέχοντας μέσα στο ρέμα οι άλλοι, πυροβόλησε, αυτός που ήταν στη σκάλα χάθηκε πίσω από κάτι δέντρα του κήπου. Ο άλλος που πυροβόλησε έτρεξε στην ταβέρνα, μπήκε μέσα και πέρασε στην πίσω πλευρά, άνοιξε την τζαμωτή πόρτα του βάθους και βγήκε στον κήπο. Ο ταβερνιάρης και κανα - δυό πελάτες πάγωσαν με την παρουσία του Χίτη. Τον βρήκε πεσμένο στη μέση της μικρής αυλής. Την αυλή την κλείναν δυο τοίχοι από καπναποθήκες και το ρέμα με τις ροδιές. Πλησίασε, άκουσε ένα μουγκρητό, με δύναμη τούδωσε μια κλωτσιά στο κεφάλι, ο πεσμένος φορούσε παλιό μπαλωμένο πουκάμισο, χακί παντελόνι που τόχε δεμένο στη μέση του με σχοινί κι ήταν ξυπόλητος. Τα χέρια του, οι παλάμες, σαν πλατανόφυλλα. Στο πεζούλι από την πλευρά της σκάλας φάνηκαν τα κεφάλια των άλλων που βγαίναν από το ρέμα, λαχανιασμένοι, τους έριξε μια ματιά και άδειασε τις υπόλοιπες σφαίρες στο κεφάλι του πεσμένου.
Έκανε ένα-δυό, βήματα πίσω, σήκωσε το δεξί του πόδι και σκούπισε το παπούτσι του στην γάμπα του αριστερού του ποδιού. Έκανε νόημα να τον πάρουν. Γύρισε και βγήκε έξω.
Ο Πρόδρομος Μάρκογλου ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά λογοτεχνών. Αυτή που, στην πλειονότητά της, παρουσιάστηκε τη δεκαετία του 60 και είναι η αμέσως μεταγενέστερη της πρώτης μεταπολεμικής. Γεννήθηκε το 1935 στην Καβάλα, όπου έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Στις φλέβες του, όπως φαίνεται και από το επίθετό του, ρέει προσφυγικό αίμα. Οι εμπειρίες της γενέτειράς του, τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια (κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακή πολιτική κατάσταση), έχουν παίξει βασικό ρόλο στη διαμόρφωση του έργου του.
Στα γράμματα παρουσιάστηκε το 1962 με την ποιητική συλλογή Έγκλειστοι, την οποία ακολούθησαν μέχρι σήμερα άλλες έξι συλλογές. Σταθμό στην ποιητική του ανέλιξη αποτέλεσε η συλλογή Τα κύματα και οι φωνές. Ολόκληρη η ποιητική του δουλειά κυκλοφόρησε σε επίτομη έκδοση το 1996 με τίτλο Έσχατη υπόσχεση. Το 1980 δημοσίευσε το πεζό Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη. Έκτοτε έβγαλε άλλα δύο πεζά, τα Σταθερή απώλεια και Σπαράγματα. Το τελευταίο τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος. Αν και ξεκίνησε ως ποιητής και αργότερα επιδόθηκε στην πεζογραφία, δεν ανήκει στις περιπτώσεις εκείνων των λογοτεχνών (Ταχτσής, Ιωάννου, Καζαντζής) που εγκατέλειψαν νωρίς την ποίηση για να αφοσιωθούν μόνο στην πεζογραφία. Ο Μάρκογλου δεν εγκατέλειψε την ποίηση, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως κύριο έργο του, για να ασχοληθεί με την πεζογραφία. Απλώς από μια χρονική στιγμή και μετά καλλιέργησε εξίσου και τα δύο είδη.
Όπως αρκετοί από τους συνομήλικούς του λογοτέχνες, ο Μάρκογλου βλέπει τα πράγματα από αριστερή οπτική γωνία. Όχι με την έννοια της ορθόδοξης αριστερής ιερολογίας, αλλά με την έννοια ενός προσωπικού αριστερού ανθρωπισμού. Στον προσανατολισμό αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν, οι εμπειρίες της νεότητάς του στο γενέθλιο τόπο. Για τούτο, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία, σταθερό σημείο προσανατολισμού είναι εκείνα τα χρόνια. Ο συγγραφέας θυμάται. Θυμάται, κρίνει και εκθέτει διαμαρτυρόμενος. Είναι μια λογοτεχνία πικρή, όπου η μνήμη δίνει το κύριο υλικό, ενώ το παρόν συμμετέχει αντιστικτικά. Πρέπει να θυμίσω ότι η Καβάλα υπήρξε ένα από τα κυριότερα καπνοπαραγωγικά κέντρα της Ελλάδας, με εργατικό πληθυσμό και συναφείς κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Κι ο Μάρκογλου, όπως θα περίμενε κανείς, τάχτηκε με το μέρος των αδικημένων. Έτσι, γενικότερα, το εμπειρικό βάθρο του έργου του έχει να κάνει με τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, την προσφυγιά και τις κοινωνικές συνθήκες στο γενέθλιο τόπο. Αναλογικά δηλαδή με ό,τι περίπου αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού για το μεγαλύτερο μέρος των συνομήλικων του λογοτεχνών.
Αναφορικά με τη μορφή των ποιητικών κειμένων είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και είναι έντονος ο εποχιακός και κοινωνικός προσανατολισμός, δεν παρουσιάζουν αξιόλογη θεματική και νοηματική ενότητα. Ο κανόνας είναι το ποιητικό αντικείμενο να παρουσιάζεται κατά τρόπο αποσπασματικό και με αρκετή αφαίρεση. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε κάθε φορά πολυπρισματική αναφορά στον εκάστοτε ποιητικό στόχο. Είναι αξιοπρόσεχτο επίσης το γεγονός ότι λόγος είναι εξαιρετικά γυμνός από κοσμητικά στοιχεία. Τόσο γυμνός που να έχουμε ποιήματα χωρίς να περιέχουν ούτε ένα επίθετο, ενώ αντίθετα κυριαρχεί το ρήμα και το ουσιαστικό. Ας προστεθεί ακόμη ο λιτός, αιχμηρός και ταυτόχρονα στοχαστικός χαρακτήρας αυτού του λόγου.
Λιτή και συμπυκνωμένη είναι επίσης η γραφή του Μάρκογλου και στα πεζά του. Στο πρώτο, ένα λυρικό κομψοτέχνημα, προέχει η συνειρμική δομή, στο δεύτερο η κλασική θεματική ανάπτυξη, ενώ στο τρίτο έχουμε συγκερασμό των δύο τεχνικών. Πάντως γενικότερα στα πεζά κείμενα ο λόγος δεν είναι τόσο ασκητικός όσο είναι στα ποιητικά.
Στα γράμματα παρουσιάστηκε το 1962 με την ποιητική συλλογή Έγκλειστοι, την οποία ακολούθησαν μέχρι σήμερα άλλες έξι συλλογές. Σταθμό στην ποιητική του ανέλιξη αποτέλεσε η συλλογή Τα κύματα και οι φωνές. Ολόκληρη η ποιητική του δουλειά κυκλοφόρησε σε επίτομη έκδοση το 1996 με τίτλο Έσχατη υπόσχεση. Το 1980 δημοσίευσε το πεζό Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη. Έκτοτε έβγαλε άλλα δύο πεζά, τα Σταθερή απώλεια και Σπαράγματα. Το τελευταίο τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος. Αν και ξεκίνησε ως ποιητής και αργότερα επιδόθηκε στην πεζογραφία, δεν ανήκει στις περιπτώσεις εκείνων των λογοτεχνών (Ταχτσής, Ιωάννου, Καζαντζής) που εγκατέλειψαν νωρίς την ποίηση για να αφοσιωθούν μόνο στην πεζογραφία. Ο Μάρκογλου δεν εγκατέλειψε την ποίηση, η οποία μπορεί να θεωρηθεί ως κύριο έργο του, για να ασχοληθεί με την πεζογραφία. Απλώς από μια χρονική στιγμή και μετά καλλιέργησε εξίσου και τα δύο είδη.
Όπως αρκετοί από τους συνομήλικούς του λογοτέχνες, ο Μάρκογλου βλέπει τα πράγματα από αριστερή οπτική γωνία. Όχι με την έννοια της ορθόδοξης αριστερής ιερολογίας, αλλά με την έννοια ενός προσωπικού αριστερού ανθρωπισμού. Στον προσανατολισμό αυτό σημαντικό ρόλο έπαιξαν, οι εμπειρίες της νεότητάς του στο γενέθλιο τόπο. Για τούτο, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία, σταθερό σημείο προσανατολισμού είναι εκείνα τα χρόνια. Ο συγγραφέας θυμάται. Θυμάται, κρίνει και εκθέτει διαμαρτυρόμενος. Είναι μια λογοτεχνία πικρή, όπου η μνήμη δίνει το κύριο υλικό, ενώ το παρόν συμμετέχει αντιστικτικά. Πρέπει να θυμίσω ότι η Καβάλα υπήρξε ένα από τα κυριότερα καπνοπαραγωγικά κέντρα της Ελλάδας, με εργατικό πληθυσμό και συναφείς κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Κι ο Μάρκογλου, όπως θα περίμενε κανείς, τάχτηκε με το μέρος των αδικημένων. Έτσι, γενικότερα, το εμπειρικό βάθρο του έργου του έχει να κάνει με τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, την προσφυγιά και τις κοινωνικές συνθήκες στο γενέθλιο τόπο. Αναλογικά δηλαδή με ό,τι περίπου αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού για το μεγαλύτερο μέρος των συνομήλικων του λογοτεχνών.
Αναφορικά με τη μορφή των ποιητικών κειμένων είναι χαρακτηριστικό ότι, αν και είναι έντονος ο εποχιακός και κοινωνικός προσανατολισμός, δεν παρουσιάζουν αξιόλογη θεματική και νοηματική ενότητα. Ο κανόνας είναι το ποιητικό αντικείμενο να παρουσιάζεται κατά τρόπο αποσπασματικό και με αρκετή αφαίρεση. Πράγμα που σημαίνει ότι έχουμε κάθε φορά πολυπρισματική αναφορά στον εκάστοτε ποιητικό στόχο. Είναι αξιοπρόσεχτο επίσης το γεγονός ότι λόγος είναι εξαιρετικά γυμνός από κοσμητικά στοιχεία. Τόσο γυμνός που να έχουμε ποιήματα χωρίς να περιέχουν ούτε ένα επίθετο, ενώ αντίθετα κυριαρχεί το ρήμα και το ουσιαστικό. Ας προστεθεί ακόμη ο λιτός, αιχμηρός και ταυτόχρονα στοχαστικός χαρακτήρας αυτού του λόγου.
Λιτή και συμπυκνωμένη είναι επίσης η γραφή του Μάρκογλου και στα πεζά του. Στο πρώτο, ένα λυρικό κομψοτέχνημα, προέχει η συνειρμική δομή, στο δεύτερο η κλασική θεματική ανάπτυξη, ενώ στο τρίτο έχουμε συγκερασμό των δύο τεχνικών. Πάντως γενικότερα στα πεζά κείμενα ο λόγος δεν είναι τόσο ασκητικός όσο είναι στα ποιητικά.
Γιώργος Αράγης
Κριτικός λογοτεχνίας
Κριτικός λογοτεχνίας
Απροσδόκητο παράθυρο
Σ' αυτήν τη μαύρη πληγή
μην περιμένεις να δεις φαντάσματα.
Από το απροσδόκητο αυτό παράθυρο
ο ήλιος μεγαλώνει τα ηλιοτρόπια,
αυξάνει τη χλόη στις βουνοπλαγιές
όπως τα τρυφερά μαλλιά σου.
Στο στόμιο που χάσκει
ανοιξιάτικες μαργαρίτες διαμοιράζουν τα ιμάτιά τους.
Πλησίασε Ιωάννα
τα κουρασμένα από τη περιπλάνηση βήματά σου,
φώναξε, στη μαύρη πληγή, τ' όνομά μου να κιθαρίσει
στους αρχαίους σταλακτίτες τής προσμονής.
Λίγο ακόμη.
Λίγο ακόμη και θα δεις τον έναστρο ουρανό,
στο απροσδόκητο μαύρο παράθυρο,
με τους γαλαξίες
των παιδικών σου ελπίδων.
Οκτώβρης 1958 - Απρίλης 1962
Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)
Από τη συλλογή Έγκλειστοι (1962)
Alfred Georges Regne