Η πόλη με τους ουρανοξύστες απλωνόταν μπροστά μου λαμπερή κάτω από τον μεσημεριάτικο ήλιο. Τα ψηλότερα κτίριά της ξεπερνούσαν το πανύψηλο ξενοδοχείο μου. Έβλεπα τη Νέα Υόρκη ως την πόλη της εποχής μου και μου άρεσε πολύ, με μάγευε, εκπλήρωνε όλες μου τις προσδοκίες. Σαν πύργοι και κάστρα από ατσάλι, αλουμίνιο, μπετόν και λαμπερό γυαλί υψώνονταν οι ουρανοξύστες παντού, ανακατεμένοι με κτίρια με εκπληκτικά χαμηλότερες σκεπές, και αυτοί, οι μεγάλοι, που ορθώνονταν με υπερηφάνια προς τον ουρανό, φαίνονταν σα να χαιρετούσαν από μακριά τις κορυφές των μικρών. Ήταν ένα ασταμάτητο διασκεδαστικό τρεμάμενο αναβόσβημα και γνέφιμο στον αέρα. Ο άνεμος φυσούσε δροσερός και είχε πολύ χώρο. Ο ουρανός ήταν ψηλά και γαλάζιος, ένιωθα να διακατέχομαι από μεγάλη ευφορία. «Αισθανόμουν στο Μανxάταν ελεύθερα, φιλικά και υπερήφανα!». Η φωνή, του Ουώλτ Ουίτμαν ακουγόταν πάνω από τις στέγες. Τα αυτοκίνητα κάτω προχωρούσαν σε αστείες χρωματιστές σειρές σαν ένα κινούμενο παιδικό παιχνίδι μέσα σ' έναν παιδικό παράδεισο.
Wolfgang Reinhold Koeppen
μτφ. Κίρκη Κεφαλέα
"Η λέξη" τ.155-