I would wish it on no one to be me.
Only I am capable of bearing myself.
To know so much, to have seen so much, and
To say nothing, just about nothing.
Robert Walser (1878 – 1956) Ελβετός γερμανόφωνος ποιητής και διηγηματογράφος γεννήθηκε το 1878 στο καντόνι της Βέρνης. Εγκατέλειψε το σχολείο στα δεκατέσσερα. Έζησε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του σε νευρολογικές κλινικές. Το έργο του κινείται στον χώρο του εξπρεσιονισμού περιγράφει την αλλοτρίωση και την ανασφάλεια του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς και την καταδυνάστευσή σου από τις απρόσωπες δυνάμεις του κοινωνικού περίγυρου. Έγραψε πολλά μικρά πεζογραφήματα, όπου πίσω από τις επιφανειακές παραδοξολογίες και το απλοϊκό ύφος διακρίνεται η ανησυχία του για την εξέλιξη της σύγχρονης ζωής.
Για χρόνια έμεινε άγνωστος στο πλατύ κοινό ενώ η αναγνώριση ήρθε πρώτα από τους ομότεχνούς του Kafka, Musil, Benjamin, Zweig, Hofmannsthal που μίλησαν με θαυμασμό για τον συγγραφέα που η ζωή του δεν διέφερε από τη ζωή των ηρώων του.
Επηρέασε σύγχρονους γερμανούς λογοτέχνες, Ror Wolf, Peter Handke, WG Sebald, και Max Goldt.
Η συγγραφή ήταν ένα δύσκολο εγχείρημα για τον Walser στα πιο στοιχειώδη επίπεδα Δεν χρησιμοποιούσε γραφομηχανή, αλλά έγραφε με μολύβι ακολουθώντας δικούς του καλλιγραφικούς κανόνες. Αυτός ο γραφικός του χαρακτήρας ήταν, ωστόσο, μία από τις πρώτες, εμφανείς εκδηλώσεις της ψυχικής του διαταραχής Κάποια στιγμή στα τριάντα του άρχισε να υποφέρει από ψυχοσωματικές κράμπες που τον οδήγησαν στην άρνηση να χρησιμοποιεί το στυλό ως εργαλείο. Ο τρόπος για να τις ξεπεράσει ήταν η χρήση του μολυβιού. Μετά τον θάνατό του βρέθηκαν περίπου 500 σελίδες που καλύπτονται από μια μικροσκοπική δυσανάγνωστη γραφή με μολύβι, που στην αρχή δόθηκε η εντύπωση πως πρόκειται για ημερολόγιο σε κωδικοποιημένη γραφή! Δεν ήταν ημερολόγιο. Ήταν απλά ο γραφικός του χαρακτήρας, ιδιάζων- γεμάτος συντομογραφίες που ποτέ δεν αποκρυπτογραφήθηκε εξ ολοκλήρου
Ηθοποιός, υπάλληλος τράπεζας, υπηρέτης, άλλαζε συνεχώς τόπο κατοικίας ανάμεσα σε Ελβετία και Γερμανία.
Την ημέρα των Χριστουγέννων του 1956, η αστυνομία της πόλης του Herisau στην ανατολική Ελβετία βρήκε το πτώμα του σ ένα χιονισμένο τοπίο, όπου πριν ομάδα παιδιών είχαν σκοντάψει κατά λάθος επάνω του.
Ο Walser με γνωρίζει; Δεν έχω την τύχη να τον γνωρίζω αλλά γνωρίζω τον Γιάκομπ φον Γκούντεν, ένα ωραίο βιβλίο… Περιπλανιέται πανευτυχής, δίχως τελικά να καταφέρει τίποτε άλλο πέρα από την απόλαυση του αναγνώστη. Είναι μια πολύ καλή ενασχόληση μπορεί να δώσει στον κόσμο το φως που επιδιώκει με κάθε τρόπο ένας συγγραφέας ήδη καλός, αν όχι τέλειος!
Franz Kafka, 1909
Ο Walser δεν είναι ασφαλώς – ποτέ δεν το επεδίωξε – ένας επαναστάτης ή ένας ευαίσθητος περιθωριακός τύπος. Οι περισσότερες αντιδράσεις του δείχνουν έναν άνθρωπο χαμογελαστό, κάπως ιδιόρρυθμο, που αμαρτάνει συνεχώς απέναντι στην αυτοδίκαιη απαίτηση των πραγμάτων του εξωτερικού ή του εσωτερικού κόσμου, που θεωρούμε αληθινά. Στον Walser ένα λιβάδι είναι πότε αληθινό και πότε κάτι που δεν υπάρχει παρά μόνο στο χαρτί.
Robert Musil 1914
Οι ήρωες του Robert Walser έρχονται από τη νύχτα την πιο σκοτεινή, νύχτα βενετσιάνικη, που το σκοτάδι της φωτίζεται εδώ κι εκεί από λαμπιόνια χαρμόσυνα, με τη λάμψη της γιορτής στα μάτια τους αλλά εύθραυστοι κι έτοιμοι να κλάψουν. Το κλάμα τους είναι η πρόζα. Γιατί ο λυγμός είναι η μελωδία της φλυαρίας του. Μας αποκαλύπτει την καταγωγή των αγαπημένων του. Έρχονται από την τρέλα, από πουθενά αλλού… Οι ήρωές του έχουν την ίδια παιδική αφοπλιστικότητα με τους ήρωες των παραμυθιών, γιατί κι αυτοί αναδύονται από τη νύχτα και την τρέλα του μύθου… Ο Walser αρχίζει εκεί που τελειώνουν τα παραμύθια.
Walter Benjamin, 1929
…Καθισμένος στο τραπέζι μισοστράφηκε και κοίταξε τον γαλαζωπό ορίζοντα. Η λίμνη ήταν αχνογάλαζη. Ένα ατμόπλοιο περνούσε με τη μουσική του εκείνη τη στιγμή. Μπορούσε κανείς ν’ αφουγκραστεί τα μαντήλια που ανέμιζαν εκεί κάτω οι ταξιδιώτες. Ο καπνός του ατμόπλοιου πετούσε προς τα πίσω και διαλυόταν στον αέρα. Τα βουνά της αντίπερα όχθης δεν φαίνονταν σχεδόν, χωμένα στην καταχνιά που είχε απλώσει η τέλεια αυτή μέρα πάνω απ’ τη λίμνη. Ναι, όλη η κυκλική θέα ήταν γαλάζια, ακόμη και το κοντινό πράσινο και το κόκκινο των κεραμιδιών φάνταζε γαλαζωπό. Ακουγόταν ένας ενιαίος βόμβος, λες κι όλος ο αέρας, όλος ο διάφανος χώρος σιγοτραγουδούσε. Ακόμη και ο βόμβος και το βουητό ακουγόταν και φάνταζαν σχεδόν γαλαζωπά! Πόσο γευστικός ήταν γι άλλη μια φορά ο καφές. «Γιατί άραγε σκέφτομαι το πατρικό μου, τα παιδικά μου χρόνια όταν πίνω αυτόν τον περίφημο καφέ;», σκέφτηκε ο Γιόζεφ...
...Ανέβα υψώσου βάθος! Ναι, ανέρχεται από τη επιφάνεια του νερού τραγουδώντας και σχηματίζει μια νέα μεγάλη λίμνη στο χώρο μεταξύ ουρανού και λίμνης. Δεν έχει μορφή και γι αυτό δεν υπάρχει μάτι να το δει. Τραγουδάει μάλιστα, όμως σε τόνους που δεν τους ακούει το αυτί. Τείνει τα υγρά, μακριά χέρια του, αλλά δεν υπάρχει χέρι που να θέλει να σφίξει το δικό του. Υψώνεται στις δύο πλευρές του νυχτερινού πλεούμενου, αλλά καμιά υπαρκτή γνώση δεν το γνωρίζει. Κανένα μάτι δεν κοιτάζει κατάματα το βάθος. Το νερό χάνεται, η γυάλινη άβυσσος ανοίγει και το πλεούμενο μοιάζει τώρα να κολυμπά ήσυχα και μουσικά κάτω στο νερό...
…Γέλασε. Ναι, ήταν ωραία εδώ. Στο δάσος η γαλήνη είναι διπλή. Η πρώτη, είναι το ευρύ στεφάνι των δέντρων και των θάμνων, και δεύτερη γαλήνη είναι ο τόπος που επέλεξες μόνος. Έτσι που σιγομουρμούριζε το ρυάκι, βυθιζόσουν σε μακρινές, δροσερές ονειροπολήσεις, κι όταν κοίταζες ψηλά το πράσινο οι εικόνες σου για τον κόσμο ήταν ασημένιες, χρυσαφιές, καλές. Τα πρόσωπα του ευρύτερου ή στενού κύκλου των γνωστών που σκεφτόσουν ψιθύριζαν σιγά, έλεγαν κάτι, ή απλώς έπαιρναν διάφορες εκφράσεις, ενώ τα μάτια μιλούσαν από μόνα τους μια βαθιά εσωτερική γλώσσα. Τα αισθήματα εμφανίζονταν γυμνά και θαρραλέα κι ακόμη και το λεπτότερο αίσθημα έβρισκε μια κρυφή, νοσταλγική κατανόηση. Τα χείλη και οι σκέψεις, χωρίς να χρειάζονται να περιμένουν τα χρονικά διαστήματα και τις εξελίξεις της ζωής, φιλιούνταν όταν αναγνωρίζονταν· στα χείλη διέκρινες τη φλόγα της χαράς και από τις σκέψεις έβγαινε το τραγούδι μιας οικείας μελαγχολίας που ταίριαζε με το ρυάκι, τους θάμνους και τη γαλήνη του δάσους. Χρειαζόταν μόνο να σκεφτείς ότι σε λίγο θα βράδιαζε για να βυθιστούν πάραυτα όλα τα γνωστά και άγνωστα τοπία σε βραδινό φως. Το δάσος πάνω από το κεφάλι του ονειροπόλου υψωνόταν και βυθιζόταν, λικνιζόταν αθόρυβα και χόρευε μέσα στο στραμμένο προς τα πάνω μάτι, και το μάτι συμμετείχε στο χορό χωρίς δεύτερη σκέψη...