Χειμώνας 1942
Ξημέρωσεν ὁ δείχτης πάλι Κυριακή.
Ἑφτὰ μέρες
Ἡ μιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
Δεμένες
Ὁλόιδιες
Σὰ χάντρες κατάμαυρες
Κόμπο λογιῶν του Σεμιναρίου.
Ἡ μιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἄλλη
Δεμένες
Ὁλόιδιες
Σὰ χάντρες κατάμαυρες
Κόμπο λογιῶν του Σεμιναρίου.
Μιά, τέσσερις, πενηνταδυό.
Ἕξι μέρες ὅλες γιὰ μία
Ἕξι μέρες ἀναμονὴ
Ἕξι μέρες σκέψη
Γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μίαν ὥρα
Ἀπόγευμα κι ἥλιος.
Ἕξι μέρες ὅλες γιὰ μία
Ἕξι μέρες ἀναμονὴ
Ἕξι μέρες σκέψη
Γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μία μέρα
Μόνο γιὰ μίαν ὥρα
Ἀπόγευμα κι ἥλιος.
Ὧρες
Ταυτισμένες
Χωρὶς συνείδηση
Προσπαθώντας μία λάμψη
Σὲ φόντο σελίδων
Μὲ πένθιμο χρῶμα
Ταυτισμένες
Χωρὶς συνείδηση
Προσπαθώντας μία λάμψη
Σὲ φόντο σελίδων
Μὲ πένθιμο χρῶμα
Μιὰ μέρα ἀμφίβολης χαρᾶς
Ἴσως μόνο μίαν ὥρα
Λίγες στιγμὲς
Τὸ βράδυ ἀρχίζει πάλι ἡ ἀναμονὴ
Πάλι μίαν ἑβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό
Ἴσως μόνο μίαν ὥρα
Λίγες στιγμὲς
Τὸ βράδυ ἀρχίζει πάλι ἡ ἀναμονὴ
Πάλι μίαν ἑβδομάδα, τέσσερις, πενηνταδυό
Σήμερα βρέχει ἀπ᾿ τὸ πρωί.
Ἕνα κίτρινο χιονόνερο.
Ἕνα κίτρινο χιονόνερο.
Μανώλης Αναγνωστάκης
Τα ποιήματα 1941-1971
Νεφέλη 2000
Ο Μανώλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 9 Μαρτίου του 1925. Σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη (1955-1956). Άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου στη Θεσσαλονίκη και το 1978 μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα.
Πήρε μέρος στην Αντίσταση ως στέλεχος της ΕΠΟΝ στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Για την πολιτική του δράση στο φοιτητικό κίνημα φυλακίστηκε στο διάστημα 1948-1951, ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο.
Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1942 από το περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα». Εκτελώντας χρέη και αρχισυντάκτη, το 1944 συνεργάστηκε με το φοιτητικό περιοδικό «Ξεκίνημα» (1944), πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης, και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Αν και προχώρησε στην έκδοση μιας σειράς ποιητικών συλλογών τις επόμενες δεκαετίες, θα έπρεπε να περιμένει ως το 1979, σχεδόν 35 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση του βιβλίου του, ώστε να δει να τυπώνεται η συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του χωρίς δικά του έξοδα.
Δημοσίευσε ποιήματα και κριτικά σημειώματα σε πολλά περιοδικά, ενώ είχε και πυκνή παρουσία στην εφημερίδα «Αυγή», με κείμενα για θέματα λογοτεχνικά και πολιτικά. Εξέδωσε το περιοδικό «Κριτική» (Θεσσαλονίκη, 1959-1961), υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των «Δεκαοκτώ κειμένων» (1970), των «Νέων Κειμένων» και του περιοδικού «Η Συνέχεια» (1973).
Τα ποιήματα που ο Μανώλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Από το 1979 που κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του, και από το 1983 που κυκλοφόρησε ιδιωτικά το αυτοβιογραφικό σχόλιο «Y.Γ.» δεν υπήρξε καμία δημόσια παρέμβασή του.
«Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω. Το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή», είχε ξεκαθαρίσει. Ίσως επειδή, όπως είχε πει σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του, «η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Ο Αναγνωστάκης είχε προαναγγείλει τη σιωπή του με τους στίχους:
«Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες»
Στόχος, 1970
Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1986) και το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας (2002), ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Το πιο γνωστό του ποίημα ήταν το «Μιλώ», που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
Πέθανε σε ηλικία 80 ετών, στην Αθήνα, τα ξημερώματα της Πέμπτης 23 Ιουνίου 2005, καταβεβλημένος από χρόνια αναπνευστικά και καρδιαγγειακά προβλήματα.
Το περιεχόμενο της ποίησης του Αναγνωστάκη ορίζεται από δύο βασικά συναισθήματα, από τα οποία το πρώτο είναι άσχετο με το περιεχόμενο της πολιτικής ποίησης, ενώ το δεύτερο δεν συνδέεται με αυτήν με πρώτου βαθμού σχέση: από το συναίσθημα της χαμένης αθωότητας, που είναι αποτέλεσμα της μετάβασης, ή - καλύτερα - της πτώσης, από έναν εδεμικό παιδικό χρόνο σ' έναν χρόνο διάτρητο και βασανιστικό. και από την επιθυμία της ανεύρεσης του αληθινού προσώπου του ανθρώπου, το οποίο έχει επικαλυφθεί από τις ανάγκες της προσαρμογής στην εκπεπτωκυία πραγματικότητα.
Από τα δύο αυτά βασικά συναισθήματα απορρέουν οι επιμέρους διαθέσεις της ποίησης του Αναγνωστάκη: η τυραννία της μνήμης, η ερωτική επιθυμία και η αίσθηση της φθοράς του ερωτικού αισθήματος, η οδύνη της μοναξιάς και η επιθυμία καταστολής της με τη συμμετοχή και σε συλλογικότερες εκφράσεις της ανθρώπινης συνείδησης, οι οποίες συχνά ξεπέφτουν στην κατάσταση μιας σύγκρουσης που κάποτε - ουδέποτε όμως φανερά - εμφανίζεται με τη μορφή του ιδεολογικού αγώνα.
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι τόνοι της είναι σκοτεινοί, όσο κι αν οι στίχοι της φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντά της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος. ένα φως που διαποτίζει με ένα υπαρξιστικό χρώμα το ποιητικό του έργο. Περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του.
Από τα δύο αυτά βασικά συναισθήματα απορρέουν οι επιμέρους διαθέσεις της ποίησης του Αναγνωστάκη: η τυραννία της μνήμης, η ερωτική επιθυμία και η αίσθηση της φθοράς του ερωτικού αισθήματος, η οδύνη της μοναξιάς και η επιθυμία καταστολής της με τη συμμετοχή και σε συλλογικότερες εκφράσεις της ανθρώπινης συνείδησης, οι οποίες συχνά ξεπέφτουν στην κατάσταση μιας σύγκρουσης που κάποτε - ουδέποτε όμως φανερά - εμφανίζεται με τη μορφή του ιδεολογικού αγώνα.
Η ποίηση του Αναγνωστάκη δεν είναι απαισιόδοξη. Όσο κι αν οι τόνοι της είναι σκοτεινοί, όσο κι αν οι στίχοι της φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντά της διακρίνεται ένα φως που μοιάζει περισσότερο με την αναλαμπή μιας αυγής και λιγότερο με το φέγγος ενός λυκόφωτος. ένα φως που διαποτίζει με ένα υπαρξιστικό χρώμα το ποιητικό του έργο. Περισσότερο από ιδεολογικός ποιητής, ο Αναγνωστάκης είναι υπαρξιακός ποιητής και ο χαρακτήρας του αυτός τον κάνει ν' αποκλίνει ουσιωδώς από την ομάδα των πολιτικών ποιητών και να προσεγγίζει τους υπαρξιακούς ποιητές της γενιάς του.
Νάσος Βαγενάς